ψείριασμα

ψείριασμα
το, Ν [ψειριάζω]
κοινή ονομασία τής φθειρίασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψείριασμα — το, ατος δερματοπάθεια που οφείλεται στο πλήθος των ψειρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονιδία — κονιδία, ἡ (Μ) [κόνιδα] ψείριασμα …   Dictionary of Greek

  • φθειρ — ειρός, η, ΝΜΑ, και φθείρα Ν (λόγιος τ.) 1. η ψείρα 2. ναυτ. (παλαιότερα) το πλατύ τμήμα τού πηδαλίου νεοελλ. φρ. «φθειρ τού εφηβαίου» ο φθείριος μσν. αρχ. ο κώνος είδος πεύκου αρχ. 1. φθειρίαση, ψείριασμα 2. θαλάσσιο ψάρι που προσκολλάται στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”